Μέτρηση Οστικής Πυκνότητας

Η μέτρηση οστικής πυκνότητας είναι μια απλή, γρήγορη, ανώδυνη και ασφαλής εξέταση. Μέσω αυτής μπορεί να διαγνωστεί, με μη επεμβατικό τρόπο και με ιδιαίτερα χαμηλή ακτινοβολία, αν ο εξεταζόμενος πάσχει από οστεοπόρωση. Επιπλέον, εντοπίζει τυχόν μεταβολές στην οστική μάζα, ενώ δίνει πληροφορίες για την υγεία του σκελετού, για το αν ο ασθενής ανταποκρίνεται στη θεραπεία -στην περίπτωση που έχει συνταγογραφηθεί φαρμακευτική αγωγή- καθώς επίσης και αν συντρέχουν λόγοι ώστε να χρειάζεται ενδιαφερθεί περισσότερο για τα οστά του. Επίσης, μπορεί να εκτιμηθεί ο κίνδυνος μελλοντικού κατάγματος.

Σε μέτρηση οστικής πυκνότητας συστήνεται να υποβάλλονται οι γυναίκες που είναι μεγαλύτερες των 65 ετών, καθώς και οι άνδρες άνω των 70, χωρίς αυτό να αποκλείει την αναγκαιότητά της σε άλλες ηλικίες. Για παράδειγμα, σε άτομα που έχουν υποστεί κάποιο κάταγμα σε ηλικία μεγαλύτερη των 50 ετών ή σε γυναίκες και άνδρες διαφόρων ηλικιών, αν συντρέχουν παράγοντες κινδύνου, όπως για παράδειγμα η απώλεια ύψους άνω των 1.3 εκατοστών μέσα σε ένα έτος. Σε κάθε περίπτωση, ο θεράπων ιατρός είναι αυτός που θα αποφασίσει αν ο ασθενής πρέπει να υποβληθεί σε μέτρηση οστικής πυκνότητας.

Οι διεθνείς συστάσεις προτείνουν τη μέτρηση DEXA (Dual Energy X-ray Absorptiometry), η οποία με ακτίνες x μετράει την πυκνότητα των οστών, με γρήγορο, ασφαλή και ακριβή τρόπο. Η μέτρηση γίνεται σε διάφορες θέσεις, όπως το ισχίο και η οσφυϊκή μοίρα, καθώς πρόκειται για σημεία του σκελετού που είναι επιρρεπή σε κατάγματα λόγω οστεοπόρωσης. Τα κατάγματα αυτά απαιτούν μεγάλο χρονικό διάστημα ανάρρωσης και μπορούν να οδηγήσουν ακόμα και σε αναπηρία, ενώ είναι και αρκετά επώδυνα. Αξίζει να σημειωθεί ότι δεν είναι δυνατή η διάγνωση της οστεοπόρωσης μέσω απλών ακτινογραφιών, παρά μόνο όταν έχει φτάσει σε ιδιαίτερα προχωρημένο στάδιο, ενώ για να υπάρχει σταθερό μέτρο σύγκρισης, κυρίως σε ασθενείς που λαμβάνουν φαρμακευτική αγωγή, η μέτρηση καλό θα ήταν να γίνεται με το ίδιο μηχάνημα, στο ίδιο διαγνωστικό κέντρο.

Το αποτέλεσμα της εξέτασης δίνει το T-score του εξεταζόμενου, δηλαδή το πόσο υψηλότερη ή χαμηλότερη είναι η πυκνότητα των οστών του από αυτή ενός υγιούς ενήλικα, ηλικίας τριάντα ετών. Το Τ-score κατατάσσει τους εξεταζόμενους σε τρεις βασικές κατηγορίες, όπως συστήνει ο Διεθνής Οργανισμός Υγείας:

  • Αν το T-score είναι ίσο ή μεγαλύτερο του -1, τότε ο εξεταζόμενος έχει φυσιολογική οστική πυκνότητα, δεν έχει οστεοπόρωση, ούτε χρειάζεται φαρμακευτική αγωγή.
  • Αν το T-score είναι από -1 έως και -2.5, τότε ο εξεταζόμενος διαθέτει χαμηλή οστική πυκνότητα, που ονομάζεται οστεοπενία. Δεν πάσχει, δηλαδή, από οστεοπόρωση, ενώ μπορεί η χαμηλή οστική πυκνότητα να είναι φυσιολογική για τα δεδομένα του δικού του οργανισμού. Ο θεράπων ιατρός θα κρίνει αν πρέπει να χορηγήσει φαρμακευτική αγωγή, συνυπολογίζοντας πιθανούς παράγοντες κινδύνου και χρησιμοποιώντας εργαλεία όπως ο δείκτης FRAX, που μπορεί να υπολογίσει τον κίνδυνο για κάταγμα ισχίου εντός της επόμενης δεκαετίας.
  • Αν το T-score είναι μικρότερο του -2.5, για παράδειγμα -3.0 ή -3.5, τότε ο εξεταζόμενος πάσχει από οστεοπόρωση, και θα πρέπει να λάβουν φαρμακευτική αγωγή, προκειμένου να μειωθεί ο κίνδυνος κατάγματος. Σε κάθε περίπτωση, ο ασθενής θα πρέπει να ακολουθήσει την αγωγή που θα συνταγογραφηθεί από τον θεράποντα ιατρό, και όχι να καταφεύγει σε λύσεις που προτείνουν γνωστοί, φίλοι ή άλλοι ασθενείς.

Το T-score χρησιμοποιείται για τη διάγνωση σε γυναίκες που βρίσκονται στην περίοδο της εμμηνόπαυσης, καθώς και για άνδρες άνω των 50 ετών.

Για τις υπόλοιπες περιπτώσεις, για παράδειγμα σε παιδιά ή σε προεμμηνοπαυσιακές γυναίκες, ο δείκτης που χρησιμοποιείται ονομάζεται z-score, και συγκρίνει την πυκνότητα των οστών του εξεταζόμενου με αυτή ενός μέσου ανθρώπου, με τον ίδιο σωματότυπο και στην ίδια ηλικία. Για να θεωρείται φυσιολογικό το z-score, πρέπει να είναι μεγαλύτερο του -2.0, ενώ αξιολογούνται και όλοι οι παράγοντες που μπορούν να επηρεάζουν την οστική πυκνότητα του εξεταζόμενου.

Η “Διαγνωστική Χαλκίδος” διαθέτει για τη μέτρηση οστικής πυκνότητας το κορυφαίο μηχάνημα PRODIGY LUNAR GE. Κύρια χαρακτηριστικά του είναι η μεγάλη ακρίβεια, η σχεδόν μηδενική ακτινοβολία, αλλά και η ταχύτητα, καθώς η εξέταση δεν διαρκεί περισσότερο από μόλις 5 λεπτά.